ἀιδίη

ἀιδίη
ἀϊδίη , ἀίδιος
everlasting
fem nom/voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιδίη — Λεπιδόπτερο έντομο με λεπτό κυλινδρικό σώμα. Τα μπροστινά φτερά του είναι γαλακτόχρωμα με μαύρα στίγματα και τα πίσω καφετιά. Εμφανίζεται πάντα μετά τη δύση του ήλιου, στο διάστημα ανάμεσα στις αρχές Ιουλίου και τα τέλη Αυγούστου. Αποθέτει τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”